- ισοψηφία
- ησυγκέντρωση ίσου αριθμού ψήφων: Σε περίπτωση ισοψηφίας η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ισοψηφία — η (ΑΜ ἰσοψηφία) [ισόψηφος] η συγκέντρωση ίσου αριθμού ψήφων σε μια ψηφοφορία αρχ. ισότητα στο δικαίωμα ψήφου … Dictionary of Greek
ἰσοψηφίαν — ἰσοψηφίᾱν , ἰσοψηφία equality of votes fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Изопсефия — (др. греч … Википедия
Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… … Dictionary of Greek
ανισοψηφία — η ανισότητα στον αριθμό των ψήφων, μη ισοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανισόψηφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
νικώ — νίκησα, νικήθηκα, νικημένος 1. επικρατώ στη μάχη ή σε οποιονδήποτε αγώνα: Με θεριά πολέμησα νίκησα το Χάρο (Πολέμης). 2. καθορίζω το αποτέλεσμα, έχω τον τελευταίο λόγο, υπερισχύω: Σε ισοψηφία νικά η ψήφος του προέδρου. 3. συγκρατώ, καταστέλλω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)